εμποιητικός

εμποιητικός
ἐμποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμποιητικός — productive of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικά — ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc pl ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc/acc dual ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικόν — ἐμποιητικός productive of masc acc sg ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικαί — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικοί — ἐμποιητικός productive of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικούς — ἐμποιητικός productive of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητική — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποιητικήν — ἐμποιητικός productive of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ἐμποιητικάς — ἐμποιητικά̱ς , ἐμποιητικός productive of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”